Μετάβαση στο περιεχόμενο

καμαραϊκά αγγεία

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καμαραϊκά αγγεία <  δείτε τις λέξεις καμαραϊκός και αγγείο

Πολυλεκτικός όρος

[επεξεργασία]

καμαραϊκά αγγεία ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]
  • καμαραϊκός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)