καμαραϊκά αγγεία
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- καμαραϊκά αγγεία < → δείτε τις λέξεις καμαραϊκός και αγγείο
Πολυλεκτικός όρος
[επεξεργασία]καμαραϊκά αγγεία ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (αρχαιολογία, κεραμική) της Μεσομινωικής περιόδου που διακρίνεται για την πολύχρωμη διακόσμησή της
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] καμαραϊκά αγγεία
|
Πηγές
[επεξεργασία]- καμαραϊκός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)