αγγειολίπωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγγειολίπωμα ουδέτερο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- αγγειομυολίπωμα
- → δείτε τις λέξεις αγγείο και λίπωμα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγγειολίπωμα