αγγειομυολίπωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγγειομυολίπωμα ουδέτερο
Συγγενικά[επεξεργασία]
- αγγειολίπωμα
- → δείτε τις λέξεις αγγείο, μυς και λίπωμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγγειομυολίπωμα