αγγειεκτασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγγειεκτασία < (καθαρεύουσα) ἀγγειεκτασία < ἀγγεῖον + ἔκτασις. Μορφολογικά, αγγει- + έκστασ(η) + -ία
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.e.ktaˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ε‐κτα‐σί‐α
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγγειεκτασία θηλυκό
- (ιατρική) η μη φυσιολογική διάταση ενός αγγείου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγγειεκτασία
|