Μετάβαση στο περιεχόμενο

tonne

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
tonne tonnes

tonne (fr) θηλυκό

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

tonne (fr)

  •  δείτε τη λέξη tonner