κάλπη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Κάλπη, κάλπης

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάλπη οι κάλπες
      γενική της κάλπης των καλπών
    αιτιατική την κάλπη τις κάλπες
     κλητική κάλπη κάλπες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Κάλπη με ψηψοδέλτια

Ετυμολογία [επεξεργασία]

κάλπη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κάλπη[1] / κάλπις

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈkal.pi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάλ‐πη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

κάλπη θηλυκό

  1. (πολιτική) κουτί με μια χαραμάδα στο πάνω μέρος του, μέσα στο οποίο ρίχνονται ψηφοδέλτια
     συνώνυμα: ψηφοδόχος
  2. (συνεκδοχικά) το εκλογικό τμήμα στο οποίο βρίσκεται το παραπάνω κουτί
  3. (συνεκδοχικά) η διαδικασία των εκλογών και το εκλογικό αποτέλεσμα
  4. (αρχαιολογία, κεραμική) αγγείο με στρογγυλό σώμα, τρεις λαβές και συνεχή καμπύλη από τα χείλη, το οποίο χρησιμοποιούνταν ως τεφροδόχος
  5. ιστορία, αθλητισμός στην αρχαία Ελλάδα) ιππικό άθλημα στους αρχαίους Ολυμπιακούς αγώνες

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • ανοίγουν / κλείνουν οι κάλπες: αρχίζει / τελειώνει η ψηφοφορία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

κάλπη

Αναφορές[επεξεργασία]