poll
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
poll (en)
- η ψηφοφορία
- η δημοσκόπηση, έρευνα
- το εκλογικό τμήμα, οι κάλπες
- τα μαλλιά
- το κεφάλι, η κορυφή του κεφαλιού
- οικιακός παπαγάλος
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
poll (en)
- διενεργώ δημοσκόπηση
- κόβω τα κέρατα ενός ζώου