poll

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

poll (en)

  1. η ψηφοφορία
  2. η δημοσκόπηση, έρευνα
  3. το εκλογικό τμήμα, οι κάλπες
  4. τα μαλλιά
  5. το κεφάλι, η κορυφή του κεφαλιού
  6. οικιακός παπαγάλος

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Ρήμα[επεξεργασία]

poll (en)

  1. διενεργώ δημοσκόπηση
  2. κόβω τα κέρατα ενός ζώου