δημοσκόπηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δημοσκόπηση | οι | δημοσκοπήσεις |
γενική | της | δημοσκόπησης* | των | δημοσκοπήσεων |
αιτιατική | τη | δημοσκόπηση | τις | δημοσκοπήσεις |
κλητική | δημοσκόπηση | δημοσκοπήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, δημοσκοπήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- δημοσκόπηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]δημοσκόπηση θηλυκό
- Η διαπίστωση της γνώμης μιας ομάδας ανθρώπων για κάποιο θέμα, η οποία γίνεται από την υποβολή ερωτήσεων σε ένα δείγμα του σχετικού πληθυσμού, την καταγραφή των απαντήσεων, και τον έλεγχό τους με στατιστικές μεθόδους
Συνώνυμα
[επεξεργασία]- γκάλοπ
- σφυγμομέτρηση (της κοινής γνώμης)