δείγμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | δείγμα | τα | δείγματα |
γενική | του | δείγματος | των | δειγμάτων |
αιτιατική | το | δείγμα | τα | δείγματα |
κλητική | δείγμα | δείγματα | ||
όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- δείγμα < δείχνω
Προφορά[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
δείγμα ουδέτερο
- μικρή ποσότητα υλικού που λαμβάνεται προκειμένου να εξεταστεί εργαστηριακά
- μικρός αριθμός ατόμων από έναν πληθυσμό που συμμετέχει σε μια στατιστική έρευνα
- ένα τεμάχιο προϊόντος που επιδεικνύεται σε αγοραστή για να σχηματίσει μια άποψη πριν αγοράσει
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- (δεν υπάρχει) ούτε για δείγμα: δηλώνει ολοκληρωτική έλλειψη ενός αγαθού