sample
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- sample < μέση αγγλική sample, asaumple < παλαιά γαλλική essample < λατινική exemplum
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
sample (en)