sample
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- sample < μέση αγγλική sample, asaumple < παλαιά γαλλική essample < λατινική exemplum
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
sample | samples |
sample (en)
- το δείγμα, έναν αριθμό ατόμων ή πραγμάτων από μια μεγαλύτερη ομάδα και χρησιμοποιούνται σε δοκιμές για την παροχή πληροφοριών σχετικά με την ομάδα
- ↪ It’s a representative sample of the population.
- Είναι ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του πληθυσμού.
- ↪ It’s a representative sample of the population.
- το δείγμα, μια μικρή ποσότητα μιας ουσίας που λαμβάνεται από μια μεγαλύτερη ποσότητα προκειμένου να δοκιμαστεί και να ληφθούν πληροφορίες σχετικά με την ουσία
- το δείγμα, μια μικρή ποσότητα ή παράδειγμα κάτι που μπορεί να εξεταστεί για να καταλάβει πώς είναι
- ↪ She was handing out free cosmetic samples.
- Μοίραζε δείγματα καλλυντικών δωρεάν.
- ↪ She was handing out free cosmetic samples.
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | sample |
γ΄ ενικό ενεστώτα | samples |
αόριστος | sampled |
παθητική μετοχή | sampled |
ενεργητική μετοχή | sampling |
sample (en)
- δοκιμάζω
- ↪ He spent an hour at the old monastery, sampling their wines.
- Πέρασε μια ώρα στο παλαιό μοναστήρι, δοκιμάζοντας τα κρασιά τους.
- ↪ He spent an hour at the old monastery, sampling their wines.