exemplum
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
exemplum (en)
- συγκεκριμένο παράδειγμα που χρησιμοποιείται ως ηθικό δίδαγμα
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- exemplum < exemptus, μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος eximo < ex- + emo < ινδοευρωπαϊκή (ρίζα) *em-
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
exemplum (la) ουδέτερο
- τιμωρία
- ※ Exemplum sutorem pauperem sollicitavit ut corvum insititueret ad parem salutationem (Macrobius, Saturnalia, 2, 3, 30) → λείπει η μετάφραση
- τρόπος
- υπόθεση, περιεχόμενο (έργου)
- πρότυπο, αρχέτυπο
- αντίγραφο, αντίτυπο
- ομοίωμα
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Κλίση[επεξεργασία]
αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | exemplum | exempla |
γενική | exemplī | exemplōrum |
δοτική | exemplō | exemplīs |
αιτιατική | exemplum | exempla |
κλητική | exemplum | exempla |
αφαιρετική | exemplō | exemplīs |