emo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
emo < .em + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική emo emoj
αιτιατική emon emojn

emo (eo)


Ετυμολογία

[επεξεργασία]
emo < πρωτοϊταλική *emō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα h₁em- (παίρνω, διανέμω)

emo (la)