emit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | emit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | emits |
αόριστος | emitted |
παθητική μετοχή | emitted |
ενεργητική μετοχή | emitting |
Προφορά[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
emit (en)