emit

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας emit
γ΄ ενικό ενεστώτα emits
αόριστος emitted
παθητική μετοχή emitted
ενεργητική μετοχή emitting

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /iˈmɪt/ & /ɪˈmɪt/
 

Ρήμα[επεξεργασία]

emit (en)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]