emit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | emit |
γ΄ ενικό ενεστώτα | emits |
αόριστος | emitted |
παθητική μετοχή | emitted |
ενεργητική μετοχή | emitting |
Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]emit (en)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- emit - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 161-162. ISBN 9780194325684., λήμμα: βγάζω