αρχέτυπο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αρχέτυπο | τα | αρχέτυπα |
γενική | του | αρχέτυπου & αρχετύπου |
των | αρχέτυπων & αρχετύπων |
αιτιατική | το | αρχέτυπο | τα | αρχέτυπα |
κλητική | αρχέτυπο | αρχέτυπα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- 1 αρχέτυπο < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀρχέτυπον, ουδέτερο του ἀρχέτυπος < αρχαία ελληνική ἀρχή + τύπος
- 2,3,4 αρχέτυπο < (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Archetyp
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɾˈçe.ti.po/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αρ‐χέ‐τυ‐πο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρχέτυπο ουδέτερο
- το πρότυπο, το υπόδειγμα
- ※ Ὃ,τι ὅμως φαίνεται ἡμῖν τερατωδῶς ἀπίστευτον, εἶναι ἡ γελοία ἀξίωσις ὅτι πρὸς κατασκευὴν τῆς Εὔας, τοῦ ἀριστοτεχνήματος τῆς Δημιουργίας, ἐχρειάσθη δῆθεν ἡ πλευρὰ τοῦ ἀρχετύπου ἀνδρὸς ὡς πρώτη ζύμη. (Κωνσταντίνος Σκόκος, Η περί ανθρωπογονίας των Αθηνών, στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
- (φιλολογία) το πρωτότυπο χειρόγραφο, απ’ το οποίο προέρχονται όλα τα μεταγενέστερα χειρόγραφα που διασώζουν ένα αρχαίο κείμενο
- (τυπογραφία) τυπωμένο βιβλίο από τις αρχές της τυπογραφίας ως το 1500 περίπου
- (ψυχολογία) το σύνολο των αναμνήσεων που υπάρχουν στον ανθρώπινο εγκέφαλο, οι οποίες παρουσιάζουν συλλογικές εμπειρίες του ανθρώπινου γένους
[επεξεργασία]
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- (συνήθως) βιβλίο που έχει τυπωθεί πριν από το 1500. Αν έχει τυπωθεί από το 1500 ως το 1600, συνήθως λέγεται παλαίτυπο / παλαιότυπο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
αρχέτυπο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (καθαρεύουσα)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Τυπογραφία (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)