e.g.
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- e.g. < (άμεσο δάνειο) λατινικής προέλευσης: exempli gratia
Προφορά[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
e.g. (en)