ομοίωμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ομοίωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὀμοίωμα[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /oˈmi.o.ma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐μοί‐ω‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ομοίωμα ουδέτερο
- αντικείμενο που κατασκευάστηκε έτσι ώστε να είναι όμοιο εξωτερικά με άνθρωπο, ζώο ή πράγμα, χωρίς όμως να έχει τις λειτουργίες του προτύπου του
- μουσείο κέρινων ομοιωμάτων
- Ομοίωμα βόμβας εντοπίστηκε στο Αρχηγείο της Πυροσβεστικής (τίτλος άρθρου στην εφημερίδα ΤΟ ΒΗΜΑ, 9 Μαρτίου 2012)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ ομοίωμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)