αντιπροσωπευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντιπροσωπευτικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
αντιπροσωπευτικός -ή -ό
- που λειτουργεί με τη μεσολάβηση αντιπροσώπων
- αντιπροσωπευτική δημοκρατία
- που αντιπροσωπεύει σωστά ένα σύνολο
- ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντιπροσωπευτικός