εκτίμηση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εκτίμηση | οι | εκτιμήσεις |
| γενική | της | εκτίμησης* | των | εκτιμήσεων |
| αιτιατική | την | εκτίμηση | τις | εκτιμήσεις |
| κλητική | εκτίμηση | εκτιμήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, εκτιμήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εκτίμηση < ελληνιστική κοινή ἐκτίμησις < αρχαία ελληνική ἐκτιμάω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εκτίμηση θηλυκό
- ο υπολογισμός αξίας ή τιμής ενός αντικειμένου
- ο σεβασμός, η απόδοση σεβασμού σε πρόσωπο
- η υποκειμενική αξιολόγηση
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)