Μετάβαση στο περιεχόμενο

estime

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
estime estimes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

estime (fr) θηλυκό

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη estimer