valuation

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
valuation valuations

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

valuation (en)

  • η εκτίμηση, μια επαγγελματική κρίση για το πόσα χρήματα αξίζει κάτι
    The surveyors ended up at very different valuations.
    Οι πραγματογνώμονες κατέληξαν σε πολύ διαφορετικές εκτιμήσεις.

Πηγές[επεξεργασία]