valuation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
valuation | valuations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
valuation (en)
- η εκτίμηση, μια επαγγελματική κρίση για το πόσα χρήματα αξίζει κάτι
- ↪ The surveyors ended up at very different valuations.
- Οι πραγματογνώμονες κατέληξαν σε πολύ διαφορετικές εκτιμήσεις.
- ↪ The surveyors ended up at very different valuations.