Achtung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Achtung | — | |
γενική | der | Achtung | — | |
δοτική | der | Achtung | — | |
αιτιατική | die | Achtung | — |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Achtung (de) θηλυκό