respect

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
respect respects

respect (en)

  • (μη μετρήσιμο, μόνο στον ενικό) ο σεβασμός
    We must show respect towards the environment.
    Πρέπει να δείχνουμε σεβασμό απέναντι στο περιβάλλον.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας respect
γ΄ ενικό ενεστώτα respects
αόριστος respected
παθητική μετοχή respected
ενεργητική μετοχή respecting

respect (en)

  1. σέβομαι, εκτιμώ, έχω μια πολύ καλή γνώμη για κάποιον ή κάτι· Θαυμάζω κάποιον ή κάτι
    They all respect him.
    Τον σέβονται όλοι.
    If you don’t respect yourself, how do you expect others to respect you?
    Αν δεν σέβεσαι ο ίδιος τον εαυτό σου, πώς περιμένεις να σε σέβονται οι άλλοι;
    The village respects him a lot.
    Τον εκτιμούν πολύ στο χωριό.
    the respected teacher - ο σεβαστός κύριος καθηγητής
     συνώνυμα:  appreciate, esteem, look up to, prize και value
  2. σέβομαι, προσέχω κάτι· φροντίζω να μην κάνω κάτι που μπορεί να θεωρηθεί λάθος
    He didn’t respect my opinion/my wishes.
    Δε σεβάστηκε τη γνώμη μου/τις επιθυμίες μου.
  3. σέβομαι, συμφωνώ να μην παραβιάσω νόμο, αρχή κτλ.
    Please, respect the no smoking signs.
    Παρακαλούμε σεβαστείτε τις απαγορεύσεις του καπνίσματος.

Πηγές[επεξεργασία]



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

respect < λατινική respectus < respicere

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʁɛs.pɛ/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
respect respects

respect (fr) αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]