Μετάβαση στο περιεχόμενο

respectable

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός respectable
συγκριτικός more respectable
υπερθετικός most respectable

Επίθετο

[επεξεργασία]

respectable (en)

  1. ευυπόληπτος, αξιοσέβαστος, σεβαστός, έντιμος, τίμιος, εντάξει, κιμπάρης, που θεωρείται από την κοινωνία δεκτό, καλό ή σωστό
      a respectable family/firm - μια ευυπόληπτη οικογένεια/φίρμα
      a respectable member of our society - ένα ευυπόληπτο μέλος της κοινωνίας μας
      He is a respectable individual.
    Είναι αξιοσέβαστο πρόσωπο.
     συνώνυμα: respected, honourable, reputable, upright και upstanding
  2. σεβαστός, αξιοπρεπής, σε αρκετά καλό βαθμό
      The donor endowed the new foundation with a respectable sum.
    Ο δωρητής προίκισε το νέο ίδρυμα με ένα σεβαστό ποσό.
      They live in a respectable house that meets their needs.
    Ζουν σε ένα αξιοπρεπές σπίτι που καλύπτει τις ανάγκες τους.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη satisfactory



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁɛs.pɛk.tabl/

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
respectable < respecter

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʁɛ.spɛ.ktabl/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
respectable respectables

respectable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αξιοσέβαστος, σεβαστός
  2. (για ποσά, μέτρα, κλπ) μεγάλος

Συγγενικά

[επεξεργασία]