respectable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
respectable (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʁɛs.pɛk.tabl/
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- respectable < respecter
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʁɛ.spɛ.ktabl/
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
respectable | respectables |
respectable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- αξιοσέβαστος
- (για ποσά, μέτρα, κλπ) μεγάλος