esteem
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- esteem < μέση γαλλική estimer < λατινική aestimo (αξιολογώ)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
esteem | esteems |
esteem (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | esteem |
γ΄ ενικό ενεστώτα | esteems |
αόριστος | esteemed |
παθητική μετοχή | esteemed |
ενεργητική μετοχή | esteeming |
esteem (en)
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 274-275. ISBN 9780194325684., λήμμα: εκτιμώ