απόδοση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η απόδοση οι αποδόσεις
      γενική της απόδοσης* των αποδόσεων
    αιτιατική την απόδοση τις αποδόσεις
     κλητική απόδοση αποδόσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, αποδόσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απόδοση < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀπόδο(σις) + -ση [1] < ἀποδίδωμι < ἀπό + δίδωμι
για τη σημασία «επιστροφή πράγματος» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική rendement
για την ελεύθερη μετάφραση < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική rendering

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈpo.ðo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐δο‐ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

απόδοση θηλυκό

  1. το να δίνεις ή να επιστρέφεις ή να διανέμεις κάτι σε όποιον ανήκει ή του οφείλεται
    Η απόδοση του αριθμού φορολογικού μητρώου ολοκληρώνεται άμεσα (η έκδοση αριθμού μητρώου που απαιτεί ο νόμος)
    Κατατέθηκε στεφάνι προς απόδοση τιμών στο νεκρό στρατιώτη (για αυτά που προσέφερε)
    Βρέθηκα τα χρυσαφικά που σας έκλεψαν κυρία μου, αλλά η απόδοση των κλοπιμαίων μπορεί να γίνει μόνον μετά την εκδίκαση της υπόθεσης
    Διενεργείται ανάκριση για την απόδοση ευθυνών σχετικά με το μεγάλο σκάνδαλο με τη Ζίμενς
  2. η εξήγηση ενός γεγονότος με τη σύνδεσή του με κάποιο άλλο που θεωρείται αιτία του
    η απόδοση της ανόδου των τιμών σε πολιτικά αίτια αμφισβητείται
  3. η άποψη ότι ένα έργο ανήκει σε έναν δημιουργό
    η απόδοση της επιστολής αυτής στον Πλάτωνα έχει γίνει αντικείμενο διαφωνιών
  4. η ερμηνεία ενός ρόλου ή μουσικού κομματιού
    η απόδοση του ρόλου ήταν κατώτερη των προσδοκιών του κοινού
  5. η παραγωγή ενός όγκου έργου ή εισοδήματος
    Λέω να πάρω καμιά βιταμίνη γιατί έχει πέσει πολύ η απόδοσή μου στη δουλειά
    Το νέο κλιματιστικό δεν έχει καλή απόδοση (δεν αποδίδει σύμφωνα με το κόστος, τις προσδοκίες του καταναλωτή ή τις προδιαγραφές του κατασκευαστή)
  6. (οικονομία) η παραγωγή υπεραξίας
    Τι απόδοση έχει όμως το κεφάλαιό σου;
  7. (γραμματική) το δεύτερο μέρος, σε σύνθετη πρόταση, που προϋποθέτει την ύπαρξη ενός, προαναφερθέντος, πρώτου μέρους
  8. (για μεταφράσεις) ελεύθερη μετάφραση

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]