ευθύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ευθύνη | οι | ευθύνες |
γενική | της | ευθύνης | των | ευθυνών |
αιτιατική | την | ευθύνη | τις | ευθύνες |
κλητική | ευθύνη | ευθύνες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ευθύνη < (ελληνιστική κοινή) εὐθύνη < αρχαία ελληνική εὔθυνα (γενική: εὐθύνης) ((σημασιολογικό δάνειο) γαλλική responsabilité)
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ευθύνη θηλυκό
- οι υποχρεώσεις που προκύπτουν από μια θέση που κατέχει κάποιος ή μια ιδιότητα που έχει
- η υποχρέωση εκπλήρωσης των καθηκόντων και λογοδοσίας ή απολογίας για τις σχετικές ενέργειες
- αρμοδιότητα
- υπαιτιότητα, ενοχή
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- εταιρεία περιορισμένης ευθύνης
- αστική ευθύνη
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- ανάληψη ευθύνης / ευθυνών, αναλαμβάνω την ευθύνη
- δεν είναι άμοιρος ευθυνών: ευθύνεται κι αυτός
- απεκδύομαι από κάθε ευθύνη / απεκδύομαι κάθε ευθύνης:
- θέτω κάποιον ενώπιον των ευθυνών του