υποχρεώσεις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]υποχρεώσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος υποχρεώνω
- θα υποχρεώσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος υποχρεώνω
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]υποχρεώσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του υποχρέωση