Μετάβαση στο περιεχόμενο

interpretation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
interpretation interpretations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
interpretation < interpret + -ation

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

interpretation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)

  • η ερμηνεία, η εκδοχή, ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο γίνεται κατανοητό ή εξηγείται κάτι
      This allows for many interpretations.
    Αυτό επιδέχεται πολλές ερμηνείες.
      That is a reasonable interpretation.
    Αυτό είναι μια λογική ερμηνεία.
      This interpretation is also possible.
    Κι αυτή η εκδοχή είναι δυνατή.