interpretation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
interpretation | interpretations |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]interpretation (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η ερμηνεία, η εκδοχή, ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο γίνεται κατανοητό ή εξηγείται κάτι
- ↪ This allows for many interpretations.
- Αυτό επιδέχεται πολλές ερμηνείες.
- ↪ That is a reasonable interpretation.
- Αυτό είναι μια λογική ερμηνεία.
- ↪ This interpretation is also possible.
- Κι αυτή η εκδοχή είναι δυνατή.
- ↪ This allows for many interpretations.
Πηγές
[επεξεργασία]- interpretation - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 336. ISBN 9780194325684., λήμμα: ερμηνεία