yield
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
yield | yields |
yield (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η ποσότητα ενός παραγόμενου προϊόντος, η παραγωγή
- (ειδικότερα, για καλλιέργεια) η σοδειά
- (οικονομία) η πρόσοδος, η απόδοση επένδυσης
- ↪ investments with a yield of 10% - επενδύσεις που δίνουν 10% πρόσοδο
- ↪ dividend yield - μερισματική απόδοση
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | yield |
γ΄ ενικό ενεστώτα | yields |
αόριστος | yielded |
παθητική μετοχή | yielded |
ενεργητική μετοχή | yielding |
yield (en)
- (μεταβατικό) αποφέρω, που δίνει πρόσοδος, που παράγει κάτι
- παραχωρώ την προτεραιότητα
- υποχωρώ, ενδίδω
Πηγές[επεξεργασία]
- yield (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- yield (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 115-116, 749, 804. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποφέρω, πρόσοδος, σοδειά