yield
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
yield | yields |
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | yield |
γ΄ ενικό ενεστώτα | yields |
αόριστος | yielded |
παθητική μετοχή | yielded |
ενεργητική μετοχή | yielding |
yield (en)
Πηγές
[επεξεργασία]- yield (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- yield (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 115-116, 749, 804. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποφέρω, πρόσοδος, σοδειά