Μετάβαση στο περιεχόμενο

earn

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας earn
γ΄ ενικό ενεστώτα earns
αόριστος earned
παθητική μετοχή earned
ενεργητική μετοχή earning

earn (en)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

earn (ang)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

earn (fy)