Μετάβαση στο περιεχόμενο

αετός

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Αετός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αετός οι αετοί
      γενική του αετού των αετών
    αιτιατική τον αετό τους αετούς
     κλητική αετέ αετοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένας αετός.
Το ψάρι Μυλιοβάτις ο αετός.
Αετοί πετούν στον ουρανό.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
αετός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀετός και αἱετός < ἀίσσω (ορμώ)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.eˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αετός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

αετός αρσενικό (θηλυκό αετίνα)

  1. (πτηνό) αρπακτικό πουλί
      Το φως του φακού έπεσε πάνω σε πουλιά που στέκονταν πάνω σε σιδερένιες βάσεις οι οποίες ήταν σφηνωμένες στους τοίχους. Στην αρχή όλοι έκαναν πίσω φοβισμένοι, γιατί τα πουλιά, αετοί και γεράκια, φαίνονταν έτοιμα να πετάξουν, σαν να ήταν ζωντανά (Χρύσα Σπυροπούλου, Αναζητώντας το χρυσόμαλλο δέρας, εκδόσεις Καστανιώτη, 2013)
  2. (μεταφορικά) έξυπνος και πολυμήχανος άνθρωπος
     συνώνυμα: ξεφτέρι, οξυδερκής, σαΐνι
  3. (ψάρι) μεγάλο σαλάχι που ανήκει στην οικογένεια των Μυλιοβατιδών
  4. ο χαρταετός

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]
  • αϊτός (για το πουλί και τη μεταφορική σημασία)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]