orzeł
Εμφάνιση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]orzeł (pl)
- (πτηνό) ο αετός
- (μεταφορικά) ο έξυπνος άνθρωπος, ο αετός
- το πίσω μέρος νομίσματος, κυρίως στην έκφραση "orzeł czy reszka" (κορώνα ή γράμματα)