aigle

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Aigle

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aigle < λατινική aquila

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
aigle aigles

aigle (fr) αρσενικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
aigle aigles

aigle (fr) αρσενικό


Συγγενικά

[επεξεργασία]