Μετάβαση στο περιεχόμενο

aiglette

Από Βικιλεξικό

Γαλλικά (fr)

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
aiglette aiglettes

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

aiglette (fr) θηλυκό