ράμφος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ῥάμφος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ράμφος τα ράμφη
      γενική του ράμφους των ραμφών
    αιτιατική το ράμφος τα ράμφη
     κλητική ράμφος ράμφη
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ένα πουλί αρπάζει την τροφή του με το ράμφος.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ράμφος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ῥάμφος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈɾaɱ.fos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ράμ‐φος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ράμφος ουδέτερο

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]