έξυπνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έξυπνος < μεσαιωνική ελληνική ἔξυπνος (ελληνιστική σημασία: που έχει ξυπνήσει) < ἐξ + ὕπνος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɛ.ksi.pnɔs/
- συλλαβισμός : έ‐ξυ‐πνος
Επίθετο[επεξεργασία]
έξυπνος, -η, -ο, συγκριτικός : εξυπνότερος, υπερθετικός : εξυπνότατος
- που χαρακτηρίζεται από εξυπνάδα, υψηλή αντίληψη, κατανοεί, και έχει επινοητικότητα ανάλογα με τις καταστάσεις που επικρατούν
- ↪ η ανακοίνωση πρόωρων εκλογών ήταν μία έξυπνη τακτική
- ↪ έξυπνο σπίτι, έξυπνο τηλέφωνο (με προηγμένη τεχνολογία)
- (παρωχημένο) ξύπνιος, ξυπνητός, που δεν κοιμάται
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης
- ιδιοφυής
- μεγαλοφυής
- διάνοια
- (μεταφορικά) αετός, ατσίδα, διαβόλου κάλτσα, μυαλό, ξεφτέρι, σπίθα, σπίρτο, τσακάλι, τζίνι, φωστήρας
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Παροιμίες[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- έξυπνα (επίρρημα)
- εξυπνούλης, εξυπνούλα, εξυπνούλικο (υποκοριστικό)
- εξυπνούτσικος, εξυπνούτσικη, εξυπνούτσικο (υποκοριστικό)