έξυπνος
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | έξυπνος | έξυπνη | έξυπνο |
γενική | έξυπνου | έξυπνης | έξυπνου |
αιτιατική | έξυπνο | έξυπνη | έξυπνο |
κλητική | έξυπνε | έξυπνη | έξυπνο |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | έξυπνοι | έξυπνες | έξυπνα |
γενική | έξυπνων | έξυπνων | έξυπνων |
αιτιατική | έξυπνους | έξυπνες | έξυπνα |
κλητική | έξυπνοι | έξυπνες | έξυπνα |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈɛ.ksi.pnɔs/
Επίθετο[επεξεργασία]
έξυπνος
- που καταλαβαίνει δύσκολα πράγματα (κυρίως σε πραγματικές συνθήκες), κρίνει πολύπλοκες καταστάσεις με σχετική άνεση κι έχει την ικανότητα να δρα καίρια εφαρμόζοντας την παραγωγική-λειτουργική σκέψη του στην πράξη
- πολλοί πιστεύουν ότι πρέπει κάποιος να είναι έξυπνος για να τα καταφέρει στα μαθηματικά, κι έχουν δίκιο διότι η ευφυΐα (έστω και κάποια ειδική όπως η μαθηματική ικανότητα) σχετίζεται με σαφείς ικανότητες (αποδοτικές, όχι αναγκαστικά εντυπωσιακές), ενώ αντίθετα η βλακεία αν δεν είναι τρομακτική, σχετίζεται με ασαφείς υπεκφυγές
- που φανερώνει κατανόηση και υψηλή αντίληψη
- η ανακοίνωση πρόωρων εκλογών ήταν μία έξυπνη τακτική
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Αντώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- έξυπνα
- εξυπνάδα
- εξυπνάκιας
- εξυπνακίστικος
- εξυπνώ
- εξυπνότερος (μονολεκτικός συγκριτικός βαθμός)
Δείτε επίσης [επεξεργασία]
Ρητά[επεξεργασία]
- έξυπνο το περιεκτικά σωστό και όχι το (άσκοπα) περίπλοκο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έξυπνος
|