ξυπνοπούλι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ξυπνοπούλι | τα | ξυπνοπούλια |
γενική | του | ξυπνοπουλιού | των | ξυπνοπουλιών |
αιτιατική | το | ξυπνοπούλι | τα | ξυπνοπούλια |
κλητική | ξυπνοπούλι | ξυπνοπούλια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξυπνοπούλι < εξυπνοπούλι < έξυπν(α) + -ο- + -πούλι
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ksi.pnoˈpu.li/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ξυπνοπούλι ουδέτερο
- (οικείο) άλλη μορφή του εξυπνοπούλι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξυπνοπούλι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πούλι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)