ευφυής
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ευφυής | η | ευφυής | το | ευφυές |
γενική | του | ευφυούς* | της | ευφυούς | του | ευφυούς |
αιτιατική | τον | ευφυή | την | ευφυή | το | ευφυές |
κλητική | ευφυή(ς) | ευφυής | ευφυές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ευφυείς | οι | ευφυείς | τα | ευφυή |
γενική | των | ευφυών | των | ευφυών | των | ευφυών |
αιτιατική | τους | ευφυείς | τις | ευφυείς | τα | ευφυή |
κλητική | ευφυείς | ευφυείς | ευφυή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ευφυής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική εὐφυής < εὖ + φύω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.fiˈis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐φυ‐ής
Επίθετο
[επεξεργασία]ευφυής, -ής, -ές
- (για άτομα ή ενέργειες) πανέξυπνος
- ※ Οφείλουμε να αναζητήσουμε και να αναδείξουμε τις χαρισματικές προσωπικότητες, τα ευφυή άτομα με ιδιαίτερα ταλέντα και κλίσεις, εκείνα που έχουν την ευχέρεια και τις ικανότητες να αφομοιώσουν αλλαγές και δεδομένα που προκύπτουν, ώστε να προσφέρουν στην κοινωνία και στον κόσμο τις απαραίτητες για την πρόοδο ιδέες, έρευνες, μελέτες και καινοτομίες. (εφ. Ελευθεροτυπία, 13.02.2014)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- ευφυΐα
- ευφυολόγημα
- ευφυολογία
- ευφυολόγος
- ευφυολογώ
- ευφυώς
- → δείτε τις λέξεις ευ και φύομαι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)