πανέξυπνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /paˈne.ksi.pnos/
Επίθετο[επεξεργασία]
πανέξυπνος, -η, -ο
- εξαιρετικά έξυπνος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
πανέξυπνος
|