éveillé
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]éveillé (fr)
Επίθετο
[επεξεργασία]éveillé (fr)
Cet enfant est très éveillé : αυτό το παιδί είναι πολύ ξύπνιο.
éveillé (fr)
éveillé (fr)
Cet enfant est très éveillé : αυτό το παιδί είναι πολύ ξύπνιο.