εξυπνάδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /e.ksiˈpna.ða/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ε‐ξυ‐πνά‐δα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξυπνάδα θηλυκό
- η ιδιότητα του έξυπνου
- έξυπνος λόγος ή ενέργεια
- (ειρωνικό) ανόητος ή σαχλός λόγος ή ενέργεια, κάτι που κάνει ή λέει ένας εξυπνάκιας
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξυπνάδα