αετοφωλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αετοφωλιά | οι | αετοφωλιές |
γενική | της | αετοφωλιάς | των | αετοφωλιών |
αιτιατική | την | αετοφωλιά | τις | αετοφωλιές |
κλητική | αετοφωλιά | αετοφωλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αετοφωλιά θηλυκό