φωλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωλιά | οι | φωλιές |
γενική | της | φωλιάς | των | φωλιών |
αιτιατική | τη | φωλιά | τις | φωλιές |
κλητική | φωλιά | φωλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |




Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωλιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φωλεά με συνίζηση -ιά για αποφυγή της χασμωδίας[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /foˈʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φω‐λιά
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωλιά θηλυκό
- (γενικά) ο χώρος που κατοικούν ή και γεννούν τα ζώα
- (ειδικότερα) η κατασκευή αρκετών πτηνών και ερπετών όπου γεννούν τα αυγά τους
- (μεταφορικά) οτιδήποτε μοιάζει με φωλιά πουλιού
- (μεταφορικά) σημείο συχνής συνεύρεσης που διατηρείται κρυφό
- (ηλεκτρολογία) κύλινδρος, συνήθως από πορσελάνη, στον οποίο μπαίνει η ηλεκτρική ασφάλεια
- (ναυτικός όρος) η έδρα του φορτωτήρα (κοινώς μπίγας) στον ιστό (άλμπουρο) του πλοίου, στην οποία φωλιάζει με πείρο
- (ναυτικός όρος) η πλευρική εσοχή πλοίου όπου φέρεται ο πλευρικός φανός ναυσιπλοΐας.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- έχω χεσμένη τη φωλιά μου / έχω λερωμένη τη φωλιά μου: έχω κάνει κάτι που δεν είναι σωστό
- (βρέθηκα) στη φωλιά του λύκου (βρέθηκα σε ένα μέρος γεμάτο εχθρούς)
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
όπως
- λήγουν σε -φωλια - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωλιά πουλιού
[επεξεργασία]
- ↑ φωλιά - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ηλεκτρολογία (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)