φωλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωλιά | οι | φωλιές |
γενική | της | φωλιάς | των | φωλιών |
αιτιατική | τη | φωλιά | τις | φωλιές |
κλητική | φωλιά | φωλιές | ||
όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φωλιά < αρχαία ελληνική φωλεά
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φωλιά θηλυκό
- γενικά ο χώρος που κατοικούν ή και γεννούν τα ζώα
- (ειδικότερα) η κατασκευή αρκετών πτηνών και ερπετών όπου γεννούν τα αυγά τους
- (μεταφορικά) οτιδήποτε μοιάζει με φωλιά πουλιού
- (μεταφορικά) σημείο συχνής συνεύρεσης που διατηρείται κρυφό
- (ηλεκτρολογία) κύλινδρος, συνήθως από πορσελάνη, στον οποίο μπαίνει η ηλεκτρική ασφάλεια
- (ναυτικός όρος) η έδρα του φορτωτήρα (κοινώς μπίγας) στον ιστό (άλμπουρο) του πλοίου, στην οποία φωλιάζει με πείρο
- (ναυτικός όρος) η πλευρική εσοχή πλοίου όπου φέρεται ο πλευρικός φανός ναυσιπλοΐας.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- έχω χεσμένη τη φωλιά μου(έχω λερωμένη τη φωλιά μου): έχω κάνει κάτι που δεν είναι σωστό
- (βρέθηκα) στη φωλιά του λύκου (βρέθηκα σε ένα μέρος γεμάτο εχθρούς)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φωλιά πουλιού