φωλιά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φωλεά

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωλιά οι φωλιές
      γενική της φωλιάς των φωλιών
    αιτιατική τη φωλιά τις φωλιές
     κλητική φωλιά φωλιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
φωλιά πουλιού πάνω σε δέντρο
φωλιά φιδιού σε κορμό
φωλιά μυρμηγκιών στο έδαφος
μέλισσες στην είσοδο της φωλιάς τους

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωλιά < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φωλεά με συνίζηση -ιά για αποφυγή της χασμωδίας[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /foˈʎa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φω‐λιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωλιά θηλυκό

  1. (γενικά) ο χώρος που κατοικούν ή και γεννούν τα ζώα
  2. (ειδικότερα) η κατασκευή αρκετών πτηνών και ερπετών όπου γεννούν τα αυγά τους
  3. (μεταφορικά) οτιδήποτε μοιάζει με φωλιά πουλιού
  4. (μεταφορικά) σημείο συχνής συνεύρεσης που διατηρείται κρυφό
  5. (ηλεκτρολογία) κύλινδρος, συνήθως από πορσελάνη, στον οποίο μπαίνει η ηλεκτρική ασφάλεια
  6. (ναυτικός όρος) η έδρα του φορτωτήρα (κοινώς μπίγας) στον ιστό (άλμπουρο) του πλοίου, στην οποία φωλιάζει με πείρο
  7. (ναυτικός όρος) η πλευρική εσοχή πλοίου όπου φέρεται ο πλευρικός φανός ναυσιπλοΐας.

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • έχω χεσμένη τη φωλιά μου / έχω λερωμένη τη φωλιά μου: έχω κάνει κάτι που δεν είναι σωστό
  • (βρέθηκα) στη φωλιά του λύκου (βρέθηκα σε ένα μέρος γεμάτο εχθρούς)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

όπως

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]