άντρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | άντρο | τα | άντρα |
γενική | του | άντρου | των | άντρων |
αιτιατική | το | άντρο | τα | άντρα |
κλητική | άντρο | άντρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

10. Πυλωρικό άντρο
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- άντρο < αρχαία ελληνική ἄντρον (2-4: μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική antre < λατινικά antrum < αρχαία ελληνική ἄντρον)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈan.dɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ά‐ντρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
άντρο ουδέτερο
- σπηλιά, σπήλαιο, κοιλότητα σε βράχο
- (μεταφορικά) χώρος που βρίσκουν καταφύγιο κακοποιοί
- κακόφημο μέρος στο οποίο πηγαίνουν συχνά άτομα αμφιβόλου ηθικής υπόστασης
- (ανατομία) ονομασία κάποιων σωματικών κοιλοτήτων
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
άντρο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ανατομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)