lair

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

lair (en)

  1. φωλιά άγριου ζώου (πχ σπηλιά ή τρύπα στο έδαφος)
  2. (μεταφορικά) κρησφύγετο, λημέρι