στόμαχος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στόμαχος οι στόμαχοι
      γενική του στομάχου των στομάχων
    αιτιατική τον στόμαχο τους στομάχους
     κλητική στόμαχε στόμαχοι
Κατηγορία όπως «άνθρωπος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στόμαχος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή στόμαχος < στόμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *stomn̥ / *stomen- (στόμα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στόμαχος αρσενικό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • πλύση στομάχου: (ιατρική) ιατρική πράξη κατά την οποία γίνεται αναρρόφηση όλου του περιεχόμενου του στομάχου, πχ σε περίπτωση κατάποσης τοξικού υγρού

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στόμαχος < στόμα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stomn̥ / *stomen- (στόμα) + -χος < πιθανόν προελληνική

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στόμαχος αρσενικό

Πηγές[επεξεργασία]