πλύση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλύση | οι | πλύσεις |
γενική | της | πλύσης* | των | πλύσεων |
αιτιατική | την | πλύση | τις | πλύσεις |
κλητική | πλύση | πλύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, πλύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «λύση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πλύση < αρχαία ελληνική πλύσις
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πλύση θηλυκό