Μετάβαση στο περιεχόμενο

καθαρισμός

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καθαρισμός οι καθαρισμοί
      γενική του καθαρισμού των καθαρισμών
    αιτιατική τον καθαρισμό τους καθαρισμούς
     κλητική καθαρισμέ καθαρισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καθαρισμός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή καθαρισμός.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε καθαρίζω, καθάρισ-, + -μός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ka.θa.ɾiˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καθαρισμός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καθαρισμός αρσενικό

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καθαρισμός < ελληνιστική κοινή καθαρισμός[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καθαρισμός αρσενικό

  1. το ξεκαθάρισμα
  2. ο καθαρισμός, το καθάρισμα

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. καθαρισμός -  Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καθαρισμός οἱ καθαρισμοί
      γενική τοῦ καθαρισμοῦ τῶν καθαρισμῶν
      δοτική τῷ καθαρισμ τοῖς καθαρισμοῖς
    αιτιατική τὸν καθαρισμόν τοὺς καθαρισμούς
     κλητική ! καθαρισμέ καθαρισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καθαρισμώ
γεν-δοτ τοῖν  καθαρισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καθαρισμός < καθαρίζω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καθαρισμός αρσενικό