πλύστρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | πλύστρα | οι | πλύστρες |
γενική | της | πλύστρας | των | πλυστρών |
αιτιατική | την | πλύστρα | τις | πλύστρες |
κλητική | πλύστρα | πλύστρες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- πλύστρα < πλύση + κατάληξη θηλυκού -τρα < αρχαία ελληνική πλύσις < πλύνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πλύστρα θηλυκό
- (επάγγελμα) γυναίκα που πλένει ρούχα στο χέρι έναντι αμοιβής
- μόνιμη τσιμεντένια κατασκευή με αυλακωτό κεκλιμένο επίπεδο για πλύσιμο, τρίψιμο και κοπάνισμα ρούχων
- πέτρινη πλάκα ή τραπεζοειδής χοντρή σανίδα με αυλακώσεις για όμοια με παραπάνω χρήση
- (μεταφορικά, μειωτικό) μειωτικός χαρακτηρισμός για το κοινωνικό, οικονομικό ή εκπαιδευτικό επίπεδο γυναίκας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τρα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)