-τρα
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -τρα | οι | -τρες |
γενική | της | -τρας | των | -τρών |
αιτιατική | τη(ν) | -τρα | τις | -τρες |
κλητική | -τρα | -τρες | ||
Συνήθως χωρίς γενική πληθυντικού. | ||||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
- -τρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική -τρα < αρχαία ελληνική -τρια με αποβολή του ημιφώνου ανάμεσα σε [ɾ] και φωνήεν[1]
Επίθημα
[επεξεργασία]-τρα θηλυκό
- επίθημα παραγωγής θηλυκών ουσιαστικών, που δηλώνουν ιδιότητα ή επάγγελμα, δραστηριότητα (συχνά σε οικείο ή λογοτενικό ύφος)
- επίθημα παραγωγής θηλυκών μεταρηματικών ουσιαστικών που δηλώνουν αντικείμενο ή συσκευή σχετικά με τη σημασία του ρήματος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] -τρα
|
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | τα | -τρα |
γενική | των | -τρων |
αιτιατική | τα | -τρα |
κλητική | -τρα |
- -τρα < αρχαία ελληνική -τρα, πληθυντικός αριθμός του -τρον
Επίθημα
[επεξεργασία]-τρα ουδέτερο στον πληθυντικό
Ετυμολογία 3
[επεξεργασία]- -τρα: κλιτικός τύπος
Κλιτικός τύπος επιθήματος
[επεξεργασία]-τρα ουδέτερο
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του -τρο
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ -τρα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- -τρα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | -τρᾱ | αἱ | -τραι |
γενική | τῆς | -τρᾱς | τῶν | -τρῶν |
δοτική | τῇ | -τρᾳ | ταῖς | -τραις |
αιτιατική | τὴν | -τρᾱν | τὰς | -τρᾱς |
κλητική ὦ! | -τρᾱ | -τραι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -τρᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | -τραιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'φαρέτρα' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα μεσαιωνικά ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επιθήματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθημάτων (νέα ελληνικά)
- Αποβολές ημιφώνου (νέα ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'φαρέτρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φαρέτρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)